- ἀμετάτροπος
- ἀμετά-τροπος, ον,A = ἀμετάτρεπτος, Orph.H.59.17;
δόγμα Μοιρῶν IG12(7).393
([place name] Amorgos).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
δόγμα Μοιρῶν IG12(7).393
([place name] Amorgos).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
αμετάτροπος — η, ο (Α ἀμετάτροπος, ον) ο αμετάτρεπτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερ. + μετατρέπω. ΠΑΡ. μσν. ἀμετατροπία] … Dictionary of Greek
ἀμετάτροπον — ἀμετάτροπος masc/fem acc sg ἀμετάτροπος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμετάτροπα — ἀμετάτροπος neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμετάτροποι — ἀμετάτροπος masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αμετατροπία — ἀμετατροπία, η (Μ) [ἀμετάτροπος] το να είναι κάτι αμετάτρεπτο, αμετάβλητο, η ακινησία … Dictionary of Greek